- κιλλοβόροι
- κιλλοβόροι, οἱ,A = κιλλίβαντες (in a chariot), Poll.1.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιλλοβόροι — κιλλοβόροι, οἱ (Α) μέρος τού σκελετού άρματος, οι κιλλίβαντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. χρονο βόρος] … Dictionary of Greek
κιλλοβόροι — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)